μεσοκοιλιακός

μεσοκοιλιακός
-ή, -ό
ανατ.
1. αυτός που βρίσκεται στο μέσο τής κοιλιάς
2. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στις δύο κοιλίες τής καρδιάς
3. φρ. «μεσοκοιλιακό διάφραγμα» — το χώρισμα ανάμεσα στις δύο κοιλίες τής καρδιάς, που αποτελείται από παχύ μυϊκό ιστό, εκτός από ένα μικρό ινώδες τμήμα, την ιμενώδη μοίρα, στο οποίο εμφανίζονται συνήθως τα ελλείμματα τού μεσοκοιλιακού διαφράγματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”